Εκκλησία και Εθνικοί Αγώνες



Η ευσέβεια προς τους θεούς δεν αποτελεί χαρακτηρι­στικό μόνο των μετά Χριστόν Ελλήνων αλλά και των προ Χριστού. Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων ήταν τόσο στενά συνυφασμένη με τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο ώστε να μην υπάρχει κάποια πτυχή του χωρίς την παρουσία της. Ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για εθνικούς αγώνες αισθάνονταν την ανάγκη να ανατρέχουν στα μα­ντεία, να συμβουλεύονται τους θεούς και να ζητούν τη βοήθειά τους. Βαθιά ήταν η πίστη τους
και προς τη θεία δίκη. Η θεοσέβειά τους είναι έκδηλη σε όλα τα μνημεία. Ιδιαίτερα ευσεβείς ήσαν οι Αθηναίοι, σε σημείο που να αναγκασθεί ο Παύλος να τους χαρακτηρίσει «ως δεισιδαιμονεστέρους».



Την ίδια θεοσέβεια κληρονόμησαν οι Έλληνες μετά την έλευση του Χριστού όντας μέλη της Ορθόδοξης Εκ­κλησίας. Μαζί με την ευσέβεια και την πίστη αύξανε και η αγάπη προς την πατρίδα και την ομογένεια. Δείγμα του συνδέσμου φιλοπατρίας και θεοσέβειας είναι η ανά­θεση της προστασίας της Κωνσταντινούπολης στη σκέ­πη της Θεοτόκου, η οποία έκτοτε ενεργεί ως «υπέρμαχος στρατηγός των υπέρ της πίστεως και πατρίδος» αγώνων εναντίον των βαρβάρων. Εκτός από την περίπτωση της σωτήριας και την παρέμβαση της Θεοτόκου στις επιθέσεις των Αβάρων γνωρίζουμε καλά και την περίπτωση του Αγίου Δημητρίου που υπερασπί­στηκε τα τείχη της Θεσσαλονίκης, καθώς και σε μια σειρά από στρατιωτικούς αγίους που συνδύαζαν πίστη και φιλοπατρία, όπως ο άγιος Γεώργιος, οι άγιοι Θεόδωροι, ο Τήρων και ο Στρατηλάτης, ο άγιος Μηνάς, ο άγιος Αρτέ­μιος, κ.ά.

Ο Εθνικοπατριωτικός χαρακτήρας είναι εμφανής και σε εκ­κλησιαστικούς ύμνους, και γενικότερα σε λειτουργικά εκκλησιαστικά βιβλία, τα οποία μάλιστα αναφέρονται και σε βασιλείς και άνακτες. Χαρακτηριστικό παράδειγ­μα φιλοπατρίας και θεοσέβειας είναι η περίπτωση του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που πριν λάβει μέρος στην τελευταία μάχη ζητά την ευ­λογία της Εκκλησίας και μάλιστα κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων.

Η ίδια σχέση Εκκλησίας και ελληνικού έθνους συνεχί­ζεται και μετά την πτώση της Πόλης και τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου μάλιστα ο Οικουμενι­κός Πατριάρχης αναγνωρίζεται ως εθνάρχης και προ­στάτης των υπόδουλων Ελλήνων. Η Ορθόδοξη Εκκλη­σία εκτός από τον πολιτικό και παρηγορητικό της ρόλο παίζει και το ρόλο της κιβωτού που διασώζει μαζί με την ορθόδοξη πίστη την εθνική γλώσσα και την εθνική συνεί­δηση. Ιερείς και μοναχοί γίνονται διδάσκαλοι του γένους στα κρυφά σχολειά, τα μοναστήρια και τις ελληνικές Σχολές. Στην Εκκλησία διασώζεται η εθνική πα­ράδοση αλλά και η ελπίδα της απελευθέρωσης. Αυτό δη­λώνεται και σε εορτές όπως ο Ευαγγελισμός της Θεοτό­κου και το Πάσχα, όπου η ανάσταση του Χριστού συνδέ­θηκε με την Ανάσταση του γένους.




Μεγάλη ήταν η συμβολή της Εκκλησίας στην Ελληνι­κή Επανάσταση. Από τη μια μεριά διέσωσε την εθνική συνείδηση και ενδυνάμωνε το ηθικό των ελλήνων μέσα από τη λατρευτική ζωή και τον προστατευτικό της ρόλο, και από την άλλη έλαβε ενεργό μέρος στον επαναστατι­κό αγώνα με τη συμμετοχή κληρικών όλων των βαθμίδων. Κληρικοί προετοιμάζουν μαζί με άλλους των αγώνα, συμμετέχοντας στη Φιλική Εταιρεία, ευλο­γούν τον αγώνα, γίνονται ακόμα και θύματά του. Η απο­δοκιμασία του αγώνα από μέρους του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε', δεν δήλωνε μια αντεπαναστατική διάθεση της Εκκλησίας, αλλά την ποιμαντική αγωνία και το αλη­θινό ενδιαφέρον για την τύχη των Ελλήνων, λαμβανομένων υπόψη των σφαγών που ακολουθούσαν κάθε απο­τυχημένη εξέγερση. Η μεγαλύτερη απόδειξη για τις πραγματικές διαθέσεις του Γρηγορίου είναι ότι σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε εθνομάρτυρας, το δε μαρτύριό του λειτούργησε ως σημείο αναφοράς, ενδυνάμωσης και ευόδωσης του αγώνα. Προς επήρωση όλων αυ­τών ο Π. Μπρατσιώτης παραθέτει έναν πολυάριθμο κα­τάλογο από ιεράρχες και απλούς κληρικούς που θυσιά­στηκαν στον αγώνα.

Η εθνική προσφορά της Εκκλησίας συνεχίζεται και στα μετέπειτα της Επανάστασης χρόνια. Θυμίζουμε σαυτό το σημείο, το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, τη συμμετοχή των κληρικών στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1913 και τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της θρυλικής ΕΟΚΑ για εκδίωξη των αγγλοτούρκων κατακτητών.

Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε με σεβασμό, το έργο και την δράση των 3 επισκόπων της τότε εποχής Γεννάδιο της Παφου, Μητροπολίτη Ανθέμιο του Κιτίου και Μητροπολίτη Κυπριανό (Κυριακίδη) της Κερύνειας όπου στήριξαν με πάθος και απαράμιλλο σθένος τον Ενωτικό Αγώνα ενω κατέθεσαν και πρόταση μομφής κατά του Μακαρίου όπου ζητούσαν την παραίτηση του απο το αξίωμα του προέδρους της Δημοκρατίας όπως άλλωστε όριζαν οι κανόνες της εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν η καθαίρεση και των τριών απο το αξίωμα τους αφού αρνήθηκαν να παραστούν στην Μεγάλη Σύνοδο που συγκάλεσε ο Μακάριος με την συμμετοχή διαφόρων ορθόδοξων πατριαρχείων ενω ακομα και μετά το πραξικόπημα και την άρση της καθεραίσεως τους το 1982 ενω οι 2 εξ'αυτών δήλωναν μεταμέλεια, ο Κυπριανός (Κερύνειας) αρνήθηκε.
Ιδιαίτερη θέση στον αγώνα επίσης είχε και η ΟΧΕΝ συνδυάζοντας τις χριστιανικές αρχές με την φιλοπατρία και την ιδέα για ελευθερία με τους πρώτους αγωνιστές, αλλά και τους περισσότερους από εκείνους που στελέχωσαν κατόπιν τα δημιουργούμενα κενά της ΕΟΚΑ, να στρατολογούνται από αυτήν.




Αυτή την επαναστατική εκκλησία θέλουμε, όπως και τότε, όπως μάς την δίδαξαν οι πρόγονοι μας. Όλα αυτά τα παραδείγματα πατριωτισμού είναι καρ­πός της εφαρμογής των κοινωνικών χριστιανικών αρχών και ιδιαίτερα της «φιλογένειας». Αυτό σημαίνει ότι ο πατριωτισμός είναι ένα είδος κοινωνισμού. Έτσι πατριώτης δεν είναι αυτός που αγαπά τις ελληνικές ομορφιές, τα ωραία ακρογιάλια και τα γραφικά βουνά, αλλά εκείνος που αγαπά το έμψυχο υλικό, δηλαδή τους Έλληνες, τους όμαιμους ομότροπους και ομόθρησκους.